- άτριχον
- τοβοτ. βρύο που ζει σε τόπους υγρούς και σκιερούς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἄτριχον — ἄτριχος without hair masc/fem acc sg ἄτριχος without hair neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)